χρέος

χρέος
χρέος (-ος nom., acc.)
a debt met., of praise owed to the victor

στέφανοι πράσσοντί με τοῦτο θεόδματον χρέος O. 3.7

ὁ μέλλων χρόνος ἐμὸν καταίσχυνε

βαθὺ χρέος O. 10.8

τὸ δ' ἐν ποσί μοι τράχον ἴτω τεὸν χρέος, ὦ παῖ, νεώτατον καλῶν P. 8.33

ἐμὲ δ' οὖν τις ἀοιδᾶν δίψαν ἀκειόμενον πράσσει χρέος, αὖτις ἐγεῖραι καὶ παλαιὰν δόξαν ἑῶν προγόνων P. 9.104

b service, duty

ἦλθε καὶ Γανυμήδης Ζηνὶ τωὔτ' ἐπὶ χρέος O. 1.45

Ὑπεριονίδας μέλλον ἔντειλεν φυλάξασθαι χρέος παισὶν φίλοις, ὡς ἂν θεᾷ πρῶτοι κτίσαιεν βωμὸν O. 7.40


Lexicon to Pindar. . 2010.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • χρέος — that which one needs must pay neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χρέος — ους, το, ΝΜΑ, και επικ. τ. χρεῑος και χρῆος και αττ. τ. χρέως και βοιωτ. τ. χρίος και αρκαδ. τ. πληθ. χρήατα και κρητ. τ. πληθ. χρήϊα, τὰ, Α κάθε οφειλή σε χρήμα, σε είδος ή σε υπηρεσία νεοελλ. 1. (νομ.) η παροχή, στο πλαίσιο μιας ενοχικής σχέσης …   Dictionary of Greek

  • χρέος — το ους 1. καθετί που χρωστάει καθένας σε άλλον, κάθε οφειλή: Ξόφλησα το χρέος μου. 2. ηθική υποχρέωση, καθήκον: Οι φαντάροι μας στο αλβανικό μέτωπο έκαναν στο ακέραιο το χρέος τους. 3. στον πληθ., χρέη υπηρεσιακά καθήκοντα, έργο: Eκτελεί χρέη… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • χρείη — χρέος that which one needs must pay neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) χρέος that which one needs must pay neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) χρεία need fem nom/voc sg (epic ionic) χρή sum pres opt act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χρέεα — χρέος that which one needs must pay neut nom/voc/acc pl (epic ionic) χρέος that which one needs must pay neut nom/acc pl (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χρειῶν — χρέος that which one needs must pay neut gen pl (attic epic doric) χρεία need fem gen pl χρείζω want fut part act masc nom sg (attic epic doric) χρεώ want fem gen pl (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χρεῖος — χρέος that which one needs must pay neut nom/voc/acc sg χρεῖος masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χρείην — χρέος that which one needs must pay neut acc sg χρεία need fem acc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χρείων — χρέος that which one needs must pay neut gen pl (doric) χρεί̱ων , χρεῖος masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χρέεσι — χρέος that which one needs must pay neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χρέεσιν — χρέος that which one needs must pay neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”